κακούργος

κακούργος
-α, -ο και -ικο (AM κακοῡργος, -ον, Α ποιητ. τ. κακοεργής, -ές και κακοεργός, -όν)
1. ως ουσ. ο κακούργος, η κακούργα, το κακούργο και κακούργικο
ένοχος κακουργήματος, κακοποιός, εγκληματίας («ἐσταύρωσαν αὐτὸν καὶ τοὺς κακούργους, ὃν μὲν ἐκ δεξιῶν ὃν δὲ ἐξ ἀριστερῶν», ΚΔ)
2. πολύ κακός, εγκληματικός (α. «κακοῡργος ἀνήρ» β. «κακοῡργος μάχαιρα» γ. «κακούργα ένστικτα»)
μσν.-αρχ.
(για ελαττώματα) επιβλαβής, βλαβερός (α. «ἄγνοια κακουργοτάτη καὶ αἰσχίστη», Πλάτ.
β. «νεανικόν τι καὶ κακοῡργον... κατά τών ἐκδιδομένων», Θ. Μετοχ.)
αρχ.
1. πολύ σκληρός, ανελέητος («κακοῡργος μὲν τῶν ἄλλων, ἑαυτοῡ δὲ πολὺ κακουργότερος», Πλάτ.)
2. (ειδ. στο αττ. δίκαιο) κλέφτης, ληστής («ὁ τῶν κακούργων νόμος», Αντιφ.).
επίρρ...
κακούργως (Α)
με κακουργία, με κακούργο τρόπο, με κακούργα ένστικτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)-* + -οῦργος (< ἔργον). Σημειώνεται ότι το κακοῦργος και το πανοῡργος αποτελούν τα μόνα παροξυτονούμενα (προπερισπώμενα) σύνθετα σε -ουργος έναντι τών λοιπών που σχηματίζονται κανονικώς σε -ουργός (δημιουργός, δραματουργός, λειτουργός, ξυλουργός, σιδηρουργός υπουργός, κ.λπ.)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κακούργος, -α, -ο — και ικο 1. ως ουσ., εγκληματίας, κακοποιός: Οι κακούργοι κλείνονται στις φυλακές. 2. σκληρός: Μ έφαγες, κακούργα. 3. εγκληματικός: Έχει κακούργα ένστικτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κακοῦργος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακουργότερον — κάκουργος doing ill adverbial comp κάκουργος doing ill masc acc comp sg κάκουργος doing ill neut nom/voc/acc comp sg κακοῦργος adverbial comp κακοῦργος masc acc comp sg κακοῦργος neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακουργοτάτων — κάκουργος doing ill fem gen superl pl κάκουργος doing ill masc/neut gen superl pl κακοῦργος fem gen superl pl κακοῦργος masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακουργοτέρων — κάκουργος doing ill fem gen comp pl κάκουργος doing ill masc/neut gen comp pl κακοῦργος fem gen comp pl κακοῦργος masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακουργότατα — κάκουργος doing ill adverbial superl κάκουργος doing ill neut nom/voc/acc superl pl κακοῦργος adverbial superl κακοῦργος neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακουργότατον — κάκουργος doing ill masc acc superl sg κάκουργος doing ill neut nom/voc/acc superl sg κακοῦργος masc acc superl sg κακοῦργος neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακούργω — κάκουργος doing ill masc/fem/neut nom/voc/acc dual κάκουργος doing ill masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) κακοῦργος masc/fem/neut nom/voc/acc dual κακοῦργος masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακούργως — κάκουργος doing ill adverbial κάκουργος doing ill masc/fem acc pl (doric) κακοῦργος adverbial κακοῦργος masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοεργόν — κακοῦργος masc/fem acc sg (epic) κακοῦργος neut nom/voc/acc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”